ρίζωμα
Προφορά
Ετυμολογία
ρίζωμα μεταγενέστερη ελληνική ῥίζωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ρίζωμα
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ριζώνω, απόκτηση ριζών, ριζοβόλημα
✦ το σύνολο των ριζών ενός φυτού
✦ (βοταν.) υπόγειος πολυετής έρπων βλαστός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–