ρίζα


ρίζα
Προφορά

Ετυμολογία
ρίζα αρχαία ελληνική ῥίζα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρίζα

✦ το κατώτερο τμήμα των φυτών που συνήθως διακλαδίζεται κάτω από το έδαφος
✦ (συνεκδ.) ολόκληρο το φυτό
(μτφ. ) βάση, θεμέλιο ακίνητου πράγματος
✦ (ανατομ.) το τμήμα οργάνου του σώματος που προσφύεται στους ιστούς
(μτφ. ) η πρώτη αιτία γεγονότος
(μτφ. ) γένος, φύτρα, καταγωγή: ούτε κι αυτός ξέρει πούθε κρατά η ρίζα του
✦ (γραμμ.) το αμετάβλητο μέρος των κλιτών λέξεων
✦ (μαθημ.) αριθμός που πολλαπλασιαζόμενος επί τον εαυτό του δίνει δεδομένο αριθμό
✦ (χημ.) σύμπλεγμα στοιχείων που μένει αμετάβλητο σε άλλες ενώσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.