ρήγαινα
Προφορά
Ετυμολογία
ρήγαινα μεσαιωνική ελληνική ρήγας
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ρήγαινα
✦ θηλ. ρήγισσα κ. ρήγαινα βασιλιάς: νάνι του ρήγα το παιδί, του βασιλιά τ’ αγγόνι (δημ. τραγ.) – ξεσκλάβωσε ώριες ρήγισσες από δρακόντων κάστρα (Απ. Μελαχρινός)
✦ χαρτί της τράπουλας, παπάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–