ρέστος
Προφορά
Ετυμολογία
ρέστος └ιταλ┘resto
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ρέστος -η, -ο
✦ υπολειπόμενος, υπόλοιπος
✦ φρ. και τα ρέστα, και τα λοιπά: μάζωξε σε μιαν αποθήκη ό,τι χρειάζεται… ένα καράβι… γούμενες, συρματόσχοινα, άδεια βαρέλια και τα ρέστα (Π. Πρεβελάκης)| φρ. έμεινα ρέστος, χωρίς χρήματα· (κ. μτφ.) έμεινα εκτεθειμένος
✦ πληθ. ουδ. τα ρέστα ως ουσ., υπόλοιπο χρηματικού ποσού που επιστρέφεται μετά την κράτηση του οφειλόμενου ποσού: κράτησε ό,τι σου οφείλω και δώσε μου τα ρέστα
✦ φρ. γυρεύει και τα ρέστα, εμφανίζεται ως απαιτητής ή κατήγορος ενώ είναι υπόχρεος ή υπόλογος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–