ρέζους


ρέζους
Προφορά

Ετυμολογία
ρέζους └διεθν┘rhesus

Ερμηνεία
ρέζους

✦ άκλ. ουσ. αντιγονική ουσία που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια ενός τμήματος του ανθρώπινου πληθυσμού (85% για τη λευκή φυλή) και έχει μεγάλη βιολογική σημασία: ρέζους θετικό – αρνητικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.