ρέβω


ρέβω
Προφορά

Ετυμολογία
ρέβω έρρεψα

Ερμηνεία
ρήμα ρέβω

✦ καταρρέω, ερειπώνομαι
✦ (για πρόσ.) καταβάλλομαι, εξαντλούμαι σωματικά: από τότε που αρρώστησε, έρεψε ο φουκαράς
✦ (κ. μτβ.) κατεξαντλώ: τον έρεψε η αρρώστια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.