ράντα
Προφορά
Ετυμολογία
ράντα └γαλλ┘ rente
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ράντα
✦
✦ σειρά ποσών που καταβάλλονται, περιοδικώς, κατά ίσα χρονικά διαστήματα
✦ σταθερό εισόδημα ιδ. από χρεόγραφα
✦ (βενετ. randa) η κεραία του πλοίου
✦ είδος κούνιας για κατάκλιση: ζήτησες απ’ τον Σιλύκο να σου στείλει μια ράντα για τον γλυκό σου ύπνο και μυρωδικά (Άγγ. Βλάχος)
✦ τιράντα, που θεωρήθηκε τη ράντα. η τιράντα (ιδ. στον πληθ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–