ράμφος
Προφορά
Ετυμολογία
ράμφος αρχαία ελληνική ῥάμφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ράμφος
✦ κεράτινο όργανο των πτηνών που σχηματίζεται από τις προεκτάσεις των οστών και χόνδρων των σιαγόνων τους, η μύτη των πουλιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–