ράμπο


ράμπο
Προφορά

Ετυμολογία
ράμπο Rambo, όν. του ήρωα του μυθιστορήματος Πρώτο Αίμα (First Blood, 1972) του David Morell, που έγινε γνωστός από τις ομώνυμες κινηματογραφικές ταινίες

Ερμηνεία
ράμπο

✦ άκλ. ουσ. αυτός που ρέπει προς την επίδειξη και άσκηση βίας και επιθετικότητας
✦ κ. ως επίθ.: οι ράμπο αστυνομικοί διέλυσαν τον καταυλισμό των τσιγγάνων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.