πώρωση


πώρωση
Προφορά

Ετυμολογία
πώρωση αρχαία ελληνική πώρωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πώρωση

✦ πλήρης ηθική αναισθησία: ηθική πώρωση
✦ (αργκό) φανατική αφοσίωση σε κάποιον ή κάτι, σφοδρός ζήλος για κάτι, φανατισμός: «έχω πάθει πώρωση» δηλαδή αγωνίζομαι με πάθος για κάτι (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.