πώμα


πώμα
Προφορά

Ετυμολογία
πώμα αρχαία ελληνική πῶμα, από τον πρκμ. πέπωκα του πίνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πώμα

✦ ό,τι πίνεται, υγρό: ο γιατρός συνέστησε πολλά πώματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.