πύργος
Προφορά
Ετυμολογία
πύργος αρχαία ελληνική πύργος• ασιατική η προέλευση της λ., συγγενεύει με τη λ. Πέργαμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πύργος
✦ ψηλό οχυρό κτίσμα κατάλληλο για την άμυνα πόλης ή φρουρίου, κάστρο
✦ οχυρωμένη κατοικία φεουδάρχη
✦ (κατ’ επέκτ.) εξοχικό μέγαρο, έπαυλη, βίλα
✦ θωρακισμένο στέγαστρο πυροβόλου πλοίου
✦ βάση στηρίξεως των καλωδίων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος
✦ (μτφ. ) υπερασπιστής, προστάτης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–