πύραυλος
Προφορά
Ετυμολογία
πύραυλος αρχαία ελληνική πύραυλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πύραυλος
✦ πυροτέχνημα που τινάζεται ψηλά, ρουκέτα
✦ προωθητικός κινητήρας που λειτουργεί με αντίδραση προκαλούμενη από την εκτόνωση ισχυρού ρεύματος αερίων προς την αντίθετη κατεύθυνση και που αναπτύσσει τεράστιες ταχύτητες
✦ (πυρην.) βλήμα αυτοπροωθούμενο, και με εκρηκτική ύλη, που εκτοξεύεται από μία βάση και προσβάλλει συγκεκριμένο στόχο: πύραυλοι εδάφους-εδάφους, εδάφους-αέρος κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–