πύλη
Προφορά
Ετυμολογία
πύλη αρχαία ελληνική πύλη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πύλη
✦ μεγάλη θύρα πόλεως, φρουρίου, ναού, ανακτόρου κτλ.
✦ πληθ. πύλες, στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε βουνό και θάλασσα
✦ (εκκλ.) Ωραία Πύλη, η μεσαία πύλη του αγίου βήματος
✦ Υψηλή Πύλη, η έδρα της κυβέρνησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας· (κατ’ επέκτ.) η κυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–