πόστο


πόστο
Προφορά

Ετυμολογία
πόστο └ιταλ┘posto

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πόστο

✦ θέση στην οποία εκτελεί κάποιος ορισμένη εργασία: έτοιμους, στο πόστο τους, τους ασυρματιστές (Γ. Θεοτοκάς) – οι βαθμοφόροι όλοι στο πόστο τους (Γ. Θεοτοκάς)
✦ επίκαιρη, κατάλληλη θέση για έλεγχο, παρακολούθηση, εμπορικές ή άλλες δραστηριότητες κτλ.: πιάσανε τα καλύτερα πόστα των νησιών (Κ. Βάρναλης)
✦ σημαντική θέση σε δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία: έχ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.