πόστα
Προφορά
Ετυμολογία
πόστα └ιταλ┘posta
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πόστα
✦ ταχυδρομείο
✦ ατμοκίνητο τρένο
✦ (για τυχερά παιχνίδια) το ποσό που καταθέτει ο παίκτης κάθε φορά, μίζα
✦ ομάδα εργατών που εργάζεται εναλλάξ με άλλη ή άλλες ομάδες, ιδ. στις φορτοεκφορτώσεις πλοίων
✦ φρ. βάζω πόστα, μαλώνω, κατσαδιάζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–