πόντος
Προφορά
Ετυμολογία
πόντος όψιμο μεσαιωνική ελληνική ποῦντος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πόντος
✦ σημείο αντιπροσωπευτικό της μονάδας
✦ εκατοστόμετρο
✦ μονάδα βαθμολογικής μέτρησης
✦ (ειδ.) η μονάδα μέτρησης σε τυχερά παιχνίδια
✦ θηλιά πλεχτού
✦ υπαινιγμός: φρ. του ‘ριξε πόντους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–