πόλωση
Προφορά
Ετυμολογία
πόλωση πολώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πόλωση
✦ (φυσ.) η βαθμιαία εκμηδένιση της έντασης φωτεινής ακτίνας κατά την ανάκλαση ή διάθλασή της υπό ορισμένες συνθήκες
✦ (ηλεκτρ.) δημιουργία διαφοράς δυναμικού ανάμεσα σε δύο αγωγούς
✦ μείωση της έντασης του ρεύματος ηλεκτρικής στήλης εξαιτίας εσωτερικών χημικών αντιδράσεων
✦ (μτφ. ) η βαθμιαία δημιουργία ακραίων μόνο πολιτικών παρατάξεων
✦ (μτφ. ) η όξυνση των διαφορών ανάμεσα σε ομάδες, συν. πολιτικές, κόμματα κτλ. ή ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας που οδηγούν στη δημιουργία αντιτιθέμενων πόλων εξουσίας ή συμφερόντων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–