πωρώνομαι


πωρώνομαι
Προφορά

Ετυμολογία
πωρώνομαι αρχαία ελληνική πωρόω-ῶ (= απολιθώνω, σκληραίνω)

Ερμηνεία
ρήμα πωρώνομαι

✦ γίνομαι ηθικά αδιάφορος
✦ (αργκό) αφοσιώνομαι φανατικά σε κάποιον ή κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.