πωρωμένος
Προφορά
Ετυμολογία
πωρωμένος πωρώνομαι
Ερμηνεία
πωρωμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ πεπωρωμένος, -η, -ον) ο ηθικά αναίσθητος, ο ασυνείδητος: οι εγκληματίες έχουν πωρωμένη την ηθική συνείδηση (Κ. Βάρναλης)
✦ (αργκό) φανατικά αφοσιωμένος σε κάποιον ή κάτι, που με πάθος του αρέσει ή αγαπάει κάτι: είμαστε πωρωμένοι… Με την έννοια του φανατισμού, τα δίνουμε όλα για κάτι που κάνουμε (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–