πωμάτισμα


πωμάτισμα
Προφορά

Ετυμολογία
πωμάτισμα πωματίζω

Ερμηνεία
πωμάτισμα

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του πωματίζω |(ιατρ.) το κλείσιμο με γάζα ή βαμβάκι φυσιολογικής ή τραυματικής κοιλότητας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.