πυρωτικός


πυρωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
πυρωτικός μεταγενέστερη ελληνική πυρωτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πυρωτικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην πύρωση, που προκαλεί πύρωση, καυστικός
✦ ουδ. πυρωτικό(ν) ως ουσ., θερμαντικό ποτό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.