πυρρός


πυρρός
Προφορά

Ετυμολογία
πυρρός αρχαία ελληνική πυρρός

Ερμηνεία
πυρρός

✦ -ά, -ό επίθ. (Κ -ά, -όν) που έχει το χρώμα της φωτιάς, ξανθοκόκκινος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.