πυρπολικό


πυρπολικό
Προφορά

Ετυμολογία
πυρπολικό └ουδ┘ του επιθέτου πυρπολικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πυρπολικό

✦ μικρό σκάφος με εύφλεκτες ύλες που χρησιμοποιόταν άλλοτε για την πυρπόληση εχθρικών πλοίων, το μπουρλότο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.