πυροβολικό


πυροβολικό
Προφορά

Ετυμολογία
πυροβολικό └ουδ┘ του επιθέτου πυροβολικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πυροβολικό

✦ ένα από τα μάχιμα όπλα του στρατού ξηράς που πολεμά με πυροβόλα
✦ (ναυτ.) το σύνολο των πυροβόλων πολεμικού πλοίου και το σχετικό προσωπικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.