πυριόβολος


πυριόβολος
Προφορά

Ετυμολογία
πυριόβολος πυροβόλος

Ερμηνεία
πυριόβολος

✦ μικρό χαλύβδινο έλασμα, το οποίο με τριβή σε πυρόλιθο παράγει σπινθήρα
✦ (συνεκδ.) τσακμακόπετρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.