πυριτιδαποθήκη
Προφορά
Ετυμολογία
πυριτιδαποθήκη πυρίτις + αποθήκη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πυριτιδαποθήκη
✦ αποθήκη πυρομαχικών
✦ (μτφ. ) για περιοχή, που θεωρείται πιθανή εστία έκρηξης πολέμου: τα Βαλκάνια θεωρούνταν η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–