πυρετώδης
Προφορά
Ετυμολογία
πυρετώδης αρχαία ελληνική πυρετώδης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πυρετώδης -ης, -ες
✦ ο αναφερόμενος στον πυρετό, που προκαλεί πυρετούς
✦ που γίνεται με ασυνήθιστο ζήλο: πυρετώδεις προετοιμασίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
πυρετωδώς