πυργοδέσποινα
Προφορά
Ετυμολογία
πυργοδέσποινα πύργος + δεσπότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πυργοδέσποινα
✦ θηλ. πυργοδέσποινα ο κύριος φεουδαρχικού πύργου: μια πυργοδέσποινα… αναγερμένη σ’ έναν εξώστην έρημου πύργου (Κ. Ουράνης)
✦ (μτφ. ) ο ιδιοκτήτης μεγαλοπρεπούς μεγάρου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–