πυργίσκος
Προφορά
Ετυμολογία
πυργίσκος μεσαιωνική ελληνική πυργίσκος, υποκοριστικό του πύργος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πυργίσκος
✦ μικρός πύργος
✦ περιστροφικό θωρακισμένο διαμέρισμα όπου βρίσκονται όργανα διευθύνσεως της βολής πολεμικού πλοίου, αεροπλάνου, άρματος μάχης κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–