πυρασφάλεια
Προφορά
Ετυμολογία
πυρασφάλεια πυρ + ασφάλεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πυρασφάλεια
✦ εξασφάλιση από τον κίνδυνο σε περίπτωση πυρκαγιάς: κανονισμός – μέτρα πυρασφάλειας
✦ ασφάλεια για ατυχήματα από φωτιά
✦ πυρασφαλιστική εταιρεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–