πυρήνας
Προφορά
Ετυμολογία
πυρήνας αρχαία ελληνική πυρήν (= κουκούτσι)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πυρήνας
✦ το σκληρό σπέρμα των σαρκωδών καρπών, κουκούτσι
✦ η πυρήνα (βλ. λ.)
✦ το κεντρικό τμήμα σώματος με διαφορετική πυκνότητα από την υπόλοιπη μάζα
✦ (ανατομ.) σωματίδιο στο πρωτόπλασμα των κυττάρων
✦ (αστρον.) το κέντρο ουράνιου σώματος
✦ (φυσ.) το κέντρο του ατόμου της ύλης, θετικά φορτισμένο, που αποτελείται από πρωτόνια και νετρόνια
✦ (μτφ. ) πρόσωπα που αποτελούν τους πρωτεργάτες γεγονότος, κινήσεως, οργανώσεως κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–