πυλαίος


πυλαίος
Προφορά

Ετυμολογία
πυλαίος μεταγενέστερη ελληνική πυλαῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πυλαίος -α, -ο

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύλη
✦ (ανατομ.) πυλαία φλέβα, μεγάλη φλέβα που σχηματίζεται από την ένωση φλεβών από το στομάχι, το έντερο και τον σπλήνα και μεταφέρει αίμα στο συκώτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.