πτωχευτικός


πτωχευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
πτωχευτικός πτωχεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ πτωχευτικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην πτώχευση ή που προκαλεί πτώχευση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.