πτυσσόμενος


πτυσσόμενος
Προφορά

Ετυμολογία
πτυσσόμενος μτχ. ενεστ. του πτύσσομαι

Ερμηνεία
πτυσσόμενος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. για αντικείμενο, που κλείνει με δίπλωση: πτυσσόμενα έπιπλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.