πτητικός


πτητικός
Προφορά

Ετυμολογία
πτητικός αρχαία ελληνική πτητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πτητικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην πτήση, ο ικανός ή χρησιμοποιούμενος για πτήση
✦ που έχει την ιδιότητα να εξατμίζεται ή να εξαερώνεται γρήγορα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.