πτηνοτρόφος


πτηνοτρόφος
Προφορά

Ετυμολογία
πτηνοτρόφος πτηνόν + τρέφω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πτηνοτρόφος

✦ ο συστηματικά ασχολούμενος με την αναπαραγωγή και εκτροφή πουλιών για οικονομική εκμετάλλευση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.