πταίσμα


πταίσμα
Προφορά

Ετυμολογία
πταίσμα αρχαία ελληνική πταῖσμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πταίσμα

✦ λάθος, σφάλμα, παράπτωμα
✦ (νομ.) ελαφρό αδίκημα που τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.