πτέραρχος
Προφορά
Ετυμολογία
πτέραρχος πτέρυγα (= βασική μονάδα της πολεμικής αεροπορίας) + άρχω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πτέραρχος
✦ ανώτατος βαθμός της αεροπορίας, αντίστοιχος με τον στρατηγό και το ναύαρχο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–