πρώτος
Προφορά
Ετυμολογία
πρώτος αρχαία ελληνική πρῶτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πρώτος -η, -ο
✦ αυτός που έχει σε αριθμητική σειρά τον αριθμό 1
✦ που βρίσκεται πριν από τους άλλους, που προηγείται σε τόπο, χρόνο, βαθμό, αξία κτλ.
✦ επείγων, απαραίτητος
✦ στοιχειώδης, πρόχειρος
✦ (μαθημ.) πρώτος αριθμός, που έχει διαιρέτη τον εαυτό του και τη μονάδα
✦ πρώτες ύλες, ανεπεξέργαστα φυσικά προϊόντα που χρησιμοποιούν οι βιομηχανίες
✦ φρ. με την πρώτη ή με το πρώτο, αμέσως – κατά πρώτον ή εν πρώτοις, κατά κύριο λόγο, κυρίως
✦ θηλ. η πρώτη ως ουσ., μουσικός φθόγγος που παράγεται από δύο ή περισσότερες φωνές
✦ ουδ. το πρώτο(ν) ως ουσ., το πρωτόνιο (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
έσχατος, τελευταίος
Επιρρήματα
πρώτα (Κ πρώτον)