πρώτον
Προφορά
Ετυμολογία
πρώτον αρχαία ελληνική επίρρημα πρῶτον, από το └ουδ┘ του επιθέτου πρῶτος
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ πρώτον
✦ για πρώτη φορά: εκεί όπου πρώτον τον ήλιον είδες (Σπ. Βασιλειάδης)
✦ κατά πρώτιστο λόγο, κατ’ αρχήν: πρώτον, δεν άκουσα τίποτα, κι έπειτα, δε μ’ ενδιαφέρει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–