πρώτα
Προφορά
Ετυμολογία
πρώτα αρχαία ελληνική επίρρημα πρῶτα, από τον πληθ. └ουδ┘ του επιθέτου πρῶτος
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ πρώτα
✦ πρώτον, κατ’ αρχάς: πρώτα να σκέφτεσαι κι ύστερα να μιλάς
✦ προπαντός, πριν από οτιδήποτε άλλο: πρώτα να κοιτάξουμε τις δουλειές μας
✦ (για επίταση): πρώτα πρώτα
✦ πριν, άλλοτε: πρώτα δε γινόντουσαν αυτά – φρ. σαν πρώτα (όπως τον παλιό καιρό)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
έπειτα, ύστερα
Επιρρήματα
–