πρώιμος


πρώιμος
Προφορά

Ετυμολογία
πρώιμος αρχαία ελληνική πρώιμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρώιμος -η, -ο

✦ που ανθίζει ή ωριμάζει νωρίς, πριν από τον συνηθισμένο χρόνο: πρώιμος καρπός
✦ που παράγει, γεννά ή συντελείται πρόωρα

Συνώνυμα

Αντίθετα
όψιμος
Επιρρήματα
πρώιμα (Κ πρωίμως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.