πρύμη
Προφορά
Ετυμολογία
πρύμη αρχαία ελληνική πρύμνη
Ερμηνεία
πρύμη
✦ (Κ πρύμνη κ. πρύμνα) το πίσω άκρο του πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο
✦ ολόκληρο το πίσω μέρος καταστρώματος
✦ (φρ. μτφ.) ανακρούω πρύμναν, αλλάζω στάση ή γνώμη, τα στρίβω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πλώρη
Επιρρήματα
–