πρόσωπο


πρόσωπο
Προφορά

Ετυμολογία
πρόσωπο αρχαία ελληνική πρόσωπον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πρόσωπο

✦ το πρόσθιο μέρος της κεφαλής του ανθρώπου, μούτρο, όψη, φάτσα
✦ ο άνθρωπος ως άτομο
✦ ήρωας δραματικού έργου και ο ρόλος του
✦ ο ρόλος που διαδραματίζει κάποιος σε ορισμένη περίσταση
✦ (γραμμ.) ο τύπος ρήματος ή αντωνυμίας που φανερώνει το υποκείμενο
✦ (νομ.) φυσικό πρόσωπο, ο άνθρωπος – νομικό πρόσωπο, καθετί που μπορεί να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις
✦ το κατά μέτωπο μέρος κάθε πράγματος, όψη, πρόσοψη
✦ φρ. κατά πρόσωπο, απευθείας, με θάρρος – δεν έχω πρόσωπο να… δεν τολμώ, ντρέπομαι – έχω πρόσωπο, με εκτιμούν και με υπολογίζουν, είμαι φερέγγυος στις συναλλαγές μου – δε βλέπει Θεού πρόσωπο, όλα του έρχονται ανάποδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.