πρόσχημα
Προφορά
Ετυμολογία
πρόσχημα αρχαία ελληνική πρόσχημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πρόσχημα
✦ ό,τι επικαλείται, προβάλλει κάποιος για να δικαιολογήσει μιαν ενέργεια ή άποψη, δικαιολογία, πρόφαση: κατάφερε να μπλέκεται στη ζωή μας και να μας εμπαίζει με το πρόσχημα του φιλελληνισμού, ενώ βαθύτατα μας αντιπαθεί (Γ. Θεοτοκάς)
✦ φρ. τηρώ – σώζω τα προσχήματα, ενεργώ ή ομιλώ υποκρινόμενος με πειστικό τρόπο – αφήνω τα προσχήματα, ομιλώ και ενεργώ απροκάλυπτα, παύω να μεταχειρίζομαι προφάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–