πρόσφυση
Προφορά
Ετυμολογία
πρόσφυση αρχαία ελληνική πρόσφυσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρόσφυση
✦ προσκόλληση, συγκόλληση
✦ η ιδιότητα των ελαστικών οχήματος να προσκολλώνται στο έδαφος και να διατηρείται η επιθυμητή πορεία του οχήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–