πρόσφατος


πρόσφατος
Προφορά

Ετυμολογία
πρόσφατος αρχαία ελληνική πρόσφατος (=που πριν λίγο σκοτώθηκε)

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρόσφατος -η, -ο

✦ που έγινε τελευταία, πριν από λίγο, νωπός, φρέσκος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
πρόσφατα (Κ προσφάτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.