πρόσταγμα
Προφορά
Ετυμολογία
πρόσταγμα αρχαία ελληνική πρόσταγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πρόσταγμα
✦ ό,τι προστάζει ή παραγγέλλει κανείς, προσταγή
✦ (στρατ.) έχω το πρόσταγμα, είμαι επικεφαλής στρατιωτικής τελετής
✦ (μτφ. ) έχω την αρχηγία: οι καλύτεροι όμως έλειπαν μακριά. Αυθόρμητα, είχε πάρει το πρόσταγμα η νεολαία (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–