πρόσκοπος


πρόσκοπος
Προφορά

Ετυμολογία
πρόσκοπος αρχαία ελληνική επίθετο πρόσκοπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πρόσκοπος

✦ θηλ. προσκοπίνα παιδί ή έφηβος που ανήκει σε οργάνωση του προσκοπισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.